Σε μια όαση κρυμμένη μέσα στα πιο απόμακρα
τοπία της ερήμου, ο γέρο Ελιάου ήταν γονατισμένος δίπλα σε μερικές χουρμαδιές.
Ο γείτονάς του, ο
Χακίμ, ένας πλούσιος έμπορος, σταμάτησε στην όαση για να πιουν νερό οι καμήλες
του και είδε τον Ελιάου να ιδρώνει σκάβοντας στην άμμο.
«Τι νέα, γέροντα; Ειρήνη σ’ εσένα.»
«Και σ’ σένα» αποκρίθηκε ο Ελιάου
χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του.
«Τι κάνεις εδώ μέσα σ’ αυτή τη ζέστη και με το φτυάρι στα χέρια;»
«Φυτεύω» αποκρίθηκε ο γέρος.
« Μα τι φυτεύεις εδώ Ελιάου;»
«Χουρμάδες» αποκρίθηκε ο Ελιάου
δείχνοντας γύρω του τις χουρμαδιές.
«Χουρμάδες!» επανέλαβε ο
νεοφερμένος. Κι έκλεισε τα μάτια με συγκατάβαση, σαν να ‘χε ακούσει τη
μεγαλύτερη ηλιθιότητα του κόσμου. «Η
ζέστη σε πείραξε στο μυαλό, αγαπητέ μου φίλε. Έλα, παράτα τη δουλειά και πάμε
στη σκηνή μου να πιούμε ένα ποτήρι.»
«Όχι, πρέπει να τελειώσω το φύτεμα. Μετά, αν
θέλεις, θα πιούμε….»
«Για πες μου, φίλε μου, πόσων ετών είσαι;»
«Ξέρω κι εγώ… Εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα… Δεν ξέρω…
Το ξέχασα. Όμως, τι σημασία έχει αυτό;»
«Κοίταξε, φίλε. Οι χουρμαδιές θέλουν πάνω από
πενήντα χρόνια ώσπου να μεγαλώσουν και μόνο όταν γίνουν μεγάλα δέντρα δίνουν
καρπό. Εγώ δεν θέλω το κακό σου, το ξέρεις. Μακάρι να ζήσεις ως τα εκατό και
βάλε, όμως, ξέρεις ότι δύσκολα, θα φτάσεις να μαζέψεις καρπούς απ’ αυτό που
σήμερα φυτεύεις. Παράτα τα, λοιπόν, κι έλα μαζί μου.»
«Κοίταξε, Χακίμ. Εγώ έφαγα τους χουρμάδες που
φύτεψε κάποιος άλλος, κάποιος που κι αυτός ποτέ δεν ονειρεύτηκε να φάει αυτούς τους
χουρμάδες. Εγώ σήμερα φυτεύω ώστε άλλοι να φάνε αύριο τους χουρμάδες που
φύτεψα. Έστω κι αν είναι προς τιμήν κάποιου άγνωστου, αξίζει τον κόπο να
αποτελειώσω το έργο μου.»
«Μου έδωσες ένα σπουδαίο μάθημα, Ελιάου. Άφησέ με
να σου ξεπληρώσω μ’ ένα πουγκί φλουριά αυτό που σήμερα με δίδαξες.» Και με αυτά τα λόγια, ο Χακίμ έβαλε στο χέρι του γέροντα
ένα δερμάτινο πουγκί.
«Σ’ ευχαριστώ για τα χρήματα, φίλε μου. Βλέπεις μερικές
φορές τι συμβαίνει; Εσύ προέβλεπες, ότι ποτέ δεν θα απολάμβανα καρπούς απ’ αυτό
που φύτευα. Έμοιαζε αλήθεια κι όμως, για κοίτα, ακόμα δεν τελείωσα το φύτεμα
και ήδη κέρδισα ένα πουγκί φλουριά και την ευγνωμοσύνη ενός φίλου.»
Η ιστορία αυτή μας διδάσκει ότι η δική μου
απόλαυση μπορεί να είναι και δική σου. ότι χαίρομαι κι εγώ βλέποντας τους άλλους
ν’ απολαμβάνουν αυτό που φύτεψα. Είναι προνόμιο
να μεγαλώνεις ένα δέντρο και στο τέλος, από προσωπική επιλογή να χαρίζεις τους καρπούς
του. Να σπέρνεις έτσι ώστε κάποιος, (εξίσου σημαντικός με σένα) να μπορεί να
μαζέψει τη σοδειά και τότε να συνειδητοποιείς πως αυτός ήταν ίσως ο καλύτερος
λόγος για να κάνεις τη σπορά.
Jorge Bucay «Ο δρόμος της ευτυχίας»