«Παππού το κέντρο
το δικό μας, που έχει συνεπάρει στο στρόβιλό του τον ορατό κόσμο και μάχεται να
τον ανεβάσει στο απάνω πάτωμα της αντριγιάς και της ευθύνης, είναι ετούτο:
Το πάλεμά μας με
το Θεό.
Ποιο Θεό;
Την άγρια κορυφή
της ψυχής του ανθρώπου, που ακατάπαυστα τη φτάνουμε κι ακατάπαυστα τινάζεται
αυτή κι ανεβαίνει πιο απάνω.
«Παλεύει κανείς με το Θεό;» με ρώτησαν μια μέρα οι
άνθρωποι με σαρκασμό.
«Με ποιον άλλο
θέτε να παλεύουμε;» τους αποκρίθηκα. Αλήθεια, με ποιον άλλον;
Να γιατί όλη μας
η ζωή, παππού, ήταν Ανήφορος. Ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά. Κινήσαμε με
πολλούς συναγωνιστές με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη. Μα όσο ανηφορίζαμε κι η
κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες, κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν
ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω, κι απομείναμε μονάχοι με τα μάτια
καρφωμένα στην Κινούμενη Μονάδα, στην μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η
αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη
φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη
σωτηρία και τον Παράδεισο. Ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος
για μας ήταν η Ανάβαση.
Καμαρώνω την
ψυχή του ανθρώπου, καμιά δύναμη ουρανού και γης δεν είναι τόσο μεγάλη. Κουβαλούμε
μέσα μας την παντοδυναμία και δεν το ξέρουμε. Καταπλακώνουμε την ψυχή μας με
κρέατα και ξίγκια και πεθαίνουμε χωρίς να μάθουμε τι είμαστε και τι μπορούμε.
Ποια άλλη δύναμη
στον κόσμο μπορεί να δει κατάματα, χωρίς να τυφλωθεί την αρχή και το τέλος του
κόσμου;
Στην αρχή, όπως κηρύχνουν
οι ψυχές οι καταπλακωμένες από τα ξίγκια και τα κρέατα, δεν ήταν ο Λόγος μήτε η
Πράξη, μήτε το χέρι του Δημιουργού γεμάτο ζωοδόχα λάσπη. Στην αρχή ήταν η Φωτιά. Και στο τέλος δεν είναι η αθανασία, η ανταμοιβή, ο Παράδεισος μήτε η
Κόλαση. Στο τέλος είναι η Φωτιά. Ανάμεσα στις δυο φωτιές οδεύαμε, αγαπημένε
παππού, κι οι δυο μας, και μαχόμασταν, ακολουθώντας την εντολή της Φωτιάς,
συνεργαζόμενοι μαζί της, να κάμουμε τη σάρκα φλόγα, τη σκέψη φλόγα, την ελπίδα,
την απελπισία, την τιμή, την ατιμία, τη δόξα, φλόγα. Εσύ πήγαινες μπροστά κι εγώ
σε ακολουθούσα εσύ μ’ έμαθες πως η μέσα μας φλόγα, αντίθετα με τη φύση της σάρκας, μπορεί όλο και να
φουντώνει με τα χρόνια. Γι’ αυτό, σ’ έβλεπα και σε καμάρωνα, όσο γερνούσες
αγρίευες. Όσο ζύγωνες στην άβυσσο αντρειεύουσουν κι έριχνες τα κορμιά, αγίους,
αρχόντους, καλογέρους, στο καμίνι του
ματιού σου, τους έλιωνες σα μέταλλα, τους καθάριζες από τη σκουριά τους και
ξελαγάριζες το καθαρό χρυσάφι την ψυχή τους. Ποια ψυχή;
Τη φλόγα-και την
έσμιγες με την πυρκαγιά που μας γέννησε και με την πυρκαγιά που θα μας φάει. »
«Αναφορά στον Γκρέκο» Ν. Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου