……ήσουν εσύ Παππού,
από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στεκόσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός,
με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλη τα σφιμένα, με το
εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες και στα μαλλιά σου περιπλέκονταν
ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι
ως με κοίταξες ένιωσα πώς ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο
αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι
άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει. Σήκωσα τα μάτια, σε
κοίταξα. Έκαμα να σου πω: «Παππού,
αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου
έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το
χέρι, σα να πνιγόμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Άπλωσες με
λαχτάρα από το χέρι σου πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς
ζωγράφιζε ακόμα έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να
μιλήσω:
-Παππού
αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε,
απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις
ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου , μπορείς,
παιδί μου…
Η φωνή του
βαθιά, σκοτεινή, σα να ‘ βγαινε από το
βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες
του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξε
τώρα πιο δυνατά, δώς΄ μου μιαν πιο δύσκολη πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως
να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο
αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε
στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν
μπορείς!
«Αναφορά στον
Γκρέκο» Ν. Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου